Η αντλία θερμότητας θεωρείται ανανεώσιμη πηγή θέρμανσης και ψύξης γιατί αντλεί τη μεγαλύτερη ποσότητα ενέργειας που αποδίδει από το περιβάλλον σε αντίθεση με τα συμβατικά συστήματα θέρμανσης τα οποία καίνε ορυκτά καύσιμα, όπως πετρέλαιο ή φυσικό αέριο για την παραγωγή θέρμανσης. Λειτουργεί ως μηχανή απορρόφησης και συγκέντρωσης ενέργειας από τον αέρα του περιβάλλοντος την οποία διοχετεύει στο ψυκτικό μέσο για την παραγωγή θέρμανσης, καταναλώνοντας ένα πολύ μικρό ποσοστό ηλεκτρικής ενέργειας. Η αρχή λειτουργίας της αντλίας θερμότητας πρωτοεμφανίστηκε ως επί το πλείστον στα συνήθη ψυγεία και καταψύκτες, τα κλιματιστικά και εν συνεχεία σε συσκευές παραγωγής ζεστού νερού χρήσης. Πολλές φορές ταυτίζεται ο όρος Αντλία Θερμότητας με το κλιματιστικό. Η ουσιαστική διαφορά τους είναι ότι η αντλία θερμαίνει ή ψύχει νερό και το μεταφέρει στο δίκτυο ενώ το κλιματιστικό θερμαίνει ή ψύχει κατευθείαν τον αέρα. Ο βαθμός απόδοσης COP των αντλιών θερμότητας ανάλογα με το μοντέλο είναι σε μέσο όρο πάνω από 4 . Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 1 kWh ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει μας δίνει 4 kWh θερμικής ενέργειας. Αντίθετα όλα τα άλλα συστήματα θέρμανσης έχουν βαθμούς απόδοσης κάτω από 1 δηλαδή καταναλώνουν 1 kWh ενέργειας και δίνουν π.χ. 0,9 kWh ενέργεια θέρμανσης.
Συστήματα μετάδοσης
συνδυάζονται με :
Πλεονεκτήματα
- μεγάλος βαθμός απόδοσης σε σχέση με την κατανάλωση COP 3-5
- μικρή κατανάλωση ενέργειας
- μικρή ανάγκη συντήρησης
- ψύξη και θέρμανση με το ίδιο σύστημα.
- μικρός χώρος εγκατάστασης
Μειονεκτήματα
- σχετικά υψηλό κόστος προμήθειας του εξοπλισμού.